παρήλικος

παρήλικος
και παρήλικας, θηλ. παρήλικη / παρῆλιξ, -ικος, ΝΑ
αυτός που έχει περάσει την ακμή τής ηλικίας του, τής νιότης του, και βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία, ο ηλικιωμένος
αρχ.
αυτός που έχει συμπληρώσει τα χρόνια υπηρεσίας του σέ μια θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἧλιξ, -ικος «συνομήλικος» (πρβλ. ομ-ήλιξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρήλικος — η, ο ο περασμένης ηλικίας, ηλικιωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρήλικος — παρή̱λικος , παρῆλιξ past one s prime masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”